Αμοργός

Στού πικραμένου τήν αυλή τό μάτι έχει στερέψει
έχει παγώσει τό μυαλό κι έχει ή καρδιά πετρώσει
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σέ βρυκολάκων πόδια.
........................................................
Χρόνια καί χρόνια πάλεψα μέ τό μελάνι καί τό σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Μέ τό χρυσάφι καί τή φωτιά γιά νά σού κάμω ένα κέντημα
Ενα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν άνθισμένη κυδωνιά νά σέ παρηγορήσω
Εγώ πού κάποτε σ' άγγιξα μέ τά μάτια τής πούλιας
Καί μέ τή χαίτη τού φεγγαριού σ' άγκάλιασα καί χορέψαμε μές στούς
καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στή θερισμένη καλαμιά καί φάγαμε μαζί τό κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά μέ τόσα βότσαλα τριγύρω στό λαιμό τόσα χρωματιστά
πετράδια στά μαλλιά σου.