Τα πεζοπορήματα του Μαράκου
Κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμα του μπροστά από ένα ταμπλό με πολλά κουμπιά και φωτάκια.. Κατόπιν έσπρωξε αποφασιστικά ένα μοχλό ανάμεσα στα πόδια του περιμένοντας υπομονετικά να ενεργοποιηθεί το δημιούργημα του.Η μηχανή που είχε φτιάξει δεν ήτανε σαν όλες τις άλλες, ήτανε κάτι που δεν μπορούσε να βάλει ανθρώπου νους,..μια μηχανή του χρόνου.Τίποτα όμως δεν έδωσε ζωή σε τούτη την κατασκευή που συναρμολογούσε κομάτι κομάτι από τα φοιτητικά του χρόνια .Σηκώθηκε αργά αργά και κατευθύνθηκε στην κουζίνα.Ενας δυνατός καφές κι ένα τσιγάρο ήτανε ότι του χρειαζότανε αυτές τις στιγμές της απογοήτευσης.¨Επιασα τα εξήντα γαμώτο και περίμενα πώς και πώς αυτή την στιγμή και μου τάκανε μουσκεμα το κωλομηχάνημᨨμονολόγησε αδειάζοντας στο σέικερ ένα κουταλάκι στιγμιαίου καφέ.
Κατόπιν αφού συμπλήρωσε νερό απ τη βρύση ,το ταρακούνησε για λίγα λεπτά της ώρας με τέτοια νεύρα όμως που το καπάκι άνοιξε και το περιεχόμενο του εκσφενδονίστηκε στους τοίχους σε μια γραμμή καφετιά με διασπαρτες σταγόνες γύρω της.
¨ανάθεμα με, σήμερα δεν με πάει με τίποτα η μέρα ¨¨είπε με παράπονο ανάμικτο με οργή ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο δημιούργημα του που μόλις φαινότανε στο βάθος του διπλανού δωματίου. ¨¨Για να δούμε το ημερολόγιο ,ποιός να γιορτάζει άραγε σήμερᨨείπε βαδίζοντας ανόρεχτα προς τον τοίχο που κρεμότανε .¨¨Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007¨¨….Τρίτη 20 Νοεμβρίου..?..γαμώτο..αυτό είναι το λάθος μου¨¨ Έτρεξε σαν τον τρελό προς το μηχάνημα και με ένα πήδημα αίλουρου βρέθηκε θρονιασμένος μπροστά στο ταμπλό.Ειχε βάλει την σωστή χρονολογία στο χρονομετρητή του αλλά λάθος ημέρα, δηλαδή αντί για .........Τρίτη…Δευτέρα.¨¨βρε τι βλάκας που είμαι,φτού κι απ την αρχή¨¨.Αφού διόρθωσε την ημέρα κι έβαλε την ημερομηνία μέλλοντος , έσπρωξε ξανά το μοχλό μπροστά ,περιμένοντας ανυπόμονα το θαύμα.
Ένα σφύριγμα σαν την χύτρα ταχύτητας,του εδωσε να καταλάβει ότι βρισκότανε σε καλό δρόμο.Μπροστά του άρχισαν να τρέχουνε τα χρόνια σαν τρελλά,2007,8,9….2050
!Τραβηξε προς το στηθος του το μοχλό με πολύ ζόρι λές και ηθελε να φρεναρει
άμεσα το χρόνο εκεί .Όμως ο χρονομέτρης συνέχισε αλλά με πολύ λιγότερη ταχύτητα κάποια χρόνια ακόμα και σταμάτησε τελικά στο 2090.¨¨Για να δούμε λοιπόν τι θα δούμε μετα από τόσα χρόνια απ την πόλη μου . ¨¨είπε γεμάτος αδημονία αφήνοντας το κάθισμα του. Σηκώθηκε όρθιος και έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του σπιτιού.Παντού αράχνες και υγρασία .Ακόμα και οι πλάκες στο πάτωμα είχανε μουχλιάσει.Προσπάθησε να ανοίξει την εξώπορτα αλλά ….Θύμωσε πολύ,όταν δοκιμάζοντας το κλειδί του διαπίστωσε πως δεν άνοιγε με τίποτα.¨μάλλον οι συγγενείς μου θ αλλάξανε κλειδαριά¨¨μονολόγησε απογοητευμένος. Τελικά κατόρθωσε να ανοίξει κάποιο παντζούρι απο μέσα και ν αντικρύσει απέναντι του την ομορφότερη εικόνα πουχε γνώριμη απ τα γεννοφάσκια του,την Ακρόπολη.Εκεί στεκόταν με τον Παρθενώνα στη θέση του όπως πάντα,αγέραστο στο χρόνο,αιωνόβιο.
Μ ενα σάλτο βρέθηκε στη γνώριμη αυλή του και απο κεί μπροστά στη σιδερένια πόρτα που η σκουριά την είχε κάνει σαν τσιγαρόχαρτο.Με μια κλωτσιά σωριάστηκε μπροστά του,αφήνωντας τα μάτια του ν αγναντέψουν αχόρταγα τον δρόμο και τα κτίρια του. Πολύ λίγα είχανε αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια,εκτός απο κάτι που τον έκανε στην κυριολεξία να χαρεί απο βάθους καρδιάς.
Δεν υπήρχανε αυτοκίνητα στους δρόμους παρα μόνο κάρα στοιβαγμένα με πολύ κόσμο που τα έσερναν εξαθλιωμένα μουλάρια.
Έστρεψε σχεδόν μηχανικά τα μάτια στον ουρανό και τον είδε πεντακάθαρο και χωρίς νέφος.¨¨επι τέλους τα κατάφεραν να κάνουνε τη ζωή τους καλύτερ稨είπε σπρώχνοντας χωρίς να το καταλάβει μια γερασμένη γυναίκα που προπορευότανε.
¨¨Δεν βλέπεις μπροστά σου ανθρωπέ μου,τυφλός είσαι?¨¨γύρισε και τουπε οργισμένα κινώντας απειλητικά το μπαστούνι της.¨Συγνώμη κυρία,δεν το ήθελα και πάλι σας ζητώ ταπεινά συγνώμη ¨¨ Ο τρόπος του αιφνιδίασε ευχάριστα τη γυναίκα κάνοντας την να χαμογελάσει με κατανόηση.¨¨προς τα που πηγαίνεις φίλε μου?¨¨τον ρώτησε κοιτάζοντας με περιέργειᨨπουθενά,απλά βγήκα για ένα περίπατο κυρίᨨ..Περίπατο στις μέρες μας,άκουσα καλά?¨¨Του φάνηκε περίεργη η απορία της,αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι ήταν δικαιολογημένη.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο μια ομάδα νεαρών με μεγάλα ρόπαλα στα χέρια λήστευαν κάθε περαστικό.¨¨μη τους φοβάσαι,πουλάνε προστασία,εγώ τους έχω πληρώσει το βδομαδιάτικο,δεν θα μας πειράξουν娨. Αμέσως έβγαλε απ την τσάντα της ένα σωρό κουπόνια και του τα έδειξε.¨¨εσύ δεν έχεις τα κουπόνια σου μαζί σου?¨¨
Στην κυριολεξία τα είχε χαμένα,δεν μπορούσε να καταλάβει την χρησιμότητα τους.
Εκείνη τη στιγμή οι νεαροί τους πλησίασαν και έκαναν ένα κλειστό κύκλο γύρω τους.¨¨εσύ γριά έχεις πλερώσει,ο γερόμαγκας όμως δεν είναι απ τη γειτονιά μας¨¨είπαν μ ένα στόμα,κουνώντας απειλητικά τα ρόπαλα τους πάνω απ το κεφάλι του.
Εκείνη τότε μπήκε μπροστά πριν να είναι αργά και και τους έδωσε μερικά κουπόνια για να τους αφήσουν ήσυχους.Περπάτησαν πλάι πλάι μέχρι την επόμενη γωνία χωρίς άλλη ενόχληση.¨¨Καλά τί έγιναν τ αυτοκίνητα κυρία,μήπως απαγορεύονται στο κέντρο της πόλης?¨¨ρώτησε με δικαιολογημένη την απορία του μπροστά στους άδειους δρόμους.
Εκείνη μόλις που κρατήθηκε απ τα γέλια μπροστά στην αφέλεια του.¨¨ποιά αυτοκίνητα ανθρωπέ μου,απο άλλο πλανήτη είσαι ?¨¨του είπε κοιτάζοντας τον απο πάνω ως κάτω. Δεν συνέχισε τις ερωτήσεις γιατί ένοιωσε πως είχε κιόλας δημιουργήσει υποψίες και ίσως κινδύνευε.Φτάσανε στον ηλεκτρικό σταθμό στο μοναστηράκι.Εκεί που θα περίμενε να δεί κόσμο να μπαινοβγαίνει ,επικρατούσε ερημιά.Του έκανε τόση εντυπωση που έσπευσε να κατέβει τα σκαλιά προς τις γραμμές του τραίνου,ενω εκείνη τον ακολουθούσε αργά ξοπίσω του. Ανάπνευσε με ανακούφιση όταν επιτέλους αντίκρισε πολύ κόσμο μαζεμένο στις πλατφόρμες για επιβίβαση.Ομως αυτό το πλήθος σιωπηλό και με κατεβασμένα τα κεφάλια περίμενε την σειρά του,όχι για να επιβιβαστεί αλλά…
Ο ήχος του ερχομού του ξεσήκωσε τους πάντες που έσπευσαν άκρη ακρή στο κενό.Σχεδόν σαν να είχαν συνεννοηθεί όλοι τους ,ρίχτηκαν μπροστά στις γραμμές.
Το τραίνο δεν σταμάτησε αλλά συνέχισε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και με άδεια τα βαγόνια την πορεία του κομματιάζοντας σάρκες και κόκκαλα.Του ήρθε να κάνει εμετό όταν αντίκρισε την ματωμένη μάζα μπροστά στα πόδια του.Εκείνη τότε πλησίασε κοντά του και τον χτύπησε στον ώμ﨨 τους τέλειωσαν τα κουπόνια άγνωστε φίλε μου,τους τέλειωσαν τα κουπόνιᨨείπε σχεδόν φωναχτά στον αποσβολωμένο άντρα.
΄΄μα τί γίνεται εδώ,μπορείς να μου πείς γαμώτο?¨¨Η γυναίκα κάθισε σ ενα σκαλί να ξεκουραστεί,κάνοντας χώρο για να περάσουν δεκάδες άλλοι που είχανε σειρά.΄΄άκουσε λοιπόν ξένε μου,απ ότι κατάλαβα πρέπει να ήλθες απο τα βόρεια,απ τις χώρες που δεν έχουνε ακόμα καταστραφεί εντελώς,ίσως να είσαι πρόσφυγας¨¨
Εκείνος την άφησε να συνεχίσει, χωρίς να την διακόψει, καθώς ήθελε να μάθει τί ακριβώς συμβαίνει.¨¨Ακουσε λοιπόν με προσοχή, εδώ και δέκα χρόνια περίπου στέρεψε το πετρέλαιο και μόνο εκείνοι που είχανε κρυμμένα αποθέματα απόκτησαν δύναμη.
Στην αρχή μετά από ατέλειωτες απεργίες,πήραν την εξουσία οι αναρχικοί αλλά στο κατόπιν εκείνοι που ήτανε οργανωμένοι και οπλισμένοι καλά, δηλαδή ,οι συμμορίες των νονών. ¨¨Κόμπιασε για λίγο η φωνή της καθώς παρακολουθούσε το πλήθος να μαζεύεται ξανά στην άκρη της πλατφόρμας για το επόμενο τραίνο.¨Το χρήμα καταργήθηκε γιατί δεν είχε πια καμιά αξία,..έτσι μας χορήγησαν κουπόνια για δέκα χρόνια ζωής ,ενώ τους νέους μας τους έστειλαν στα χωράφια με πρωτόγονα εργαλεία για να μας τροφοδοτούν με καρπούς της γης¨¨και συνέχισε ¨¨τούτα τα τραίνα τα λειτουργούν μόνο και μόνο για όσους τελείωσαν τα κουπόνιᨨ
Το τραίνο ξαναμπήκε με μεγάλη ταχύτητα και το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε ξανά,κάνοντας τον να κλείσει αυτιά και μάτια μπροστά στην φρίκη.¨¨λοιπόν φίλε άγνωστε και περίεργε,πάρε τούτα εδώ,θα σε φτάσουν για τη σημερινή μέρᨨψέλλισε εκείνη,στηρίζοντας ξανά το σώμα της στο μπαστούνι .¨¨μα θα σας χρειαστούν, γιατί μου τα δίνετε κυρία?¨¨
Εκείνη χαμογέλασε και προχώρησε αργά προς την άκρη της πλατφόρμας χωρίς να γυρίσει το βλέμμα πίσω της. Έτρεξε σαν τρελός ξοπίσω της, σπρώχνοντας τον κόσμο απο μπροστά του.Όμως κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε, κανείς δεν τον κοίταξε άγρια,όλοι χαμογελούσαν και έδειχναν ευτυχισμένοι .Πλησίασε κοντά της πριν ν ακουστεί ο ήχος του τραίνου .΄΄Μα γιατί το κάνετε αυτό κυρία,πέστε μου γιατί?¨¨Εκείνη κοντοστάθηκε για λίγο και γύρισε προς το μέρος του.¨¨Είναι τα τελευταία μου κουπόνια άνθρωπε και αυτό που έρχεται ..είναι το δικό μου τραίνο,μη με καθυστερείς σε παρακαλώ¨¨.Ήταν τα τελευταία της λόγια καθώς το σώμα της έπεφτε με ορμή στο κενό.Το τραίνο μπήκε με μεγάλη ταχύτητα στο σταθμό και χωρίς να κόψει ταχύτητα…
Έτρεξε σαν τρελός προς την έξοδο ανεβαίνοντας δυό δυό τα σκαλιά,κάνοντας συχνά εμετό στην ενδιάμεση διαδρομή προς το το σπίτι του.
Στο δρόμο δεν συνάντησε άλλο κόσμο παρα μόνο εκείνους στους οποίους πλήρωσε ¨προστασίᨨ για να του επιτρέψουν να συνεχίσει.
Έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης, όταν κάθισε ξανά στη θέση του μπροστά απ το ταμπλό με τα κουμπιά.Με γρήγορες κινήσεις τοποθέτησε στον χρονομετρητή τα απαραίτητα στοιχεία για την επιστροφής του,..20 Νοεμβρίου 2007,ημέρα Τρίτη.
Το μηχάνημα λές και βιαζότανε κι εκείνο,άρχισε να βγάζει το γνώριμο σφύριγμα του γεμιζοντάς τον αισιοδοξία.Τράβηξε τον μοχλό προς το μέρος του λές και πάσχιζε να ξεφύγει από κάποιο βρικόλακα που τον κατάτρεχε ,2089,88,87…….2007
Πετάχθηκε απ το κρεβάτι καταιδρωμένος.¨¨όχι,δεν θ αφήσουμε με τίποτα αυτός ο εφιάλτης να γίνει το μέλλον μας¨¨Ντύθηκε βιαστικά και έτρεξε προς την έξοδο του σπιτιού με βήματα αποφασιστικά για να ενωθεί με το μεγάλο πλήθος που διαδήλωνε στους δρόμους.¨¨Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΑΣ ΑΝΗΚΕΙ, ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ,ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ,ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ¨¨.
Μαράκος