
«Ως αργαλέον πράγμ’ εστίν, ω Ζευ και θεοί, δούλον γενέσθαι παραφρονούντος δεσπότου. Ην γαρ τα βέλτισθ’ ο θεράπων λέξας τύχη, δόξη δε μη δραν ταύτα τω κεκτημένω, μετέχειν ανάγκη τον θεράποντα των κακών.» («Ω Δία κι’ όλ’ οι θεοί, μεγάλο βάσανο νάχει ο δούλος αφέντη παλαβό. Αν τύχει ο δούλος να ορμηνέψει κάτι σωστό, μα εκείνος, που τον έχει χτήμα, δε συμφωνάει καθόλου να το πράξει, τη ζημιά τη μοιράζεται κι ο δούλος.»)
Αριστοφάνης : Ειρήνη – Πλούτος, εκδ. «Δαίδαλος» - Ι. Ζαχαρόπουλος ΑΕ, Αθήνα, σελ. 4-5 (εις : «Πλούτος»)
Όσο καιρό οι άνθρωποι θα αποδέχονται τη μπούρδα, θα είναι οικονομικά επικερδές να τη προσφέρουμε.
Dick Cavett
Το να υποστηρίξει κανείς ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούν με βάση ό,τι το πιο σύγχρονο επιτάσσει η επιστήμη του μάνατζμεντ, ασφαλώς δεν θα έπειθε κανέναν. Φράσεις όπως «στη χώρα μας τίποτα δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε να λειτουργεί» (Κώστας Σημίτης : Προτάσεις για μια άλλη πολιτική, εκδ. Γνώση, σελ. 73) έχουν πλέον πολιτογραφηθεί στο καθημερινό λεξιλόγιο του λαού και της πολιτικής ηγεσίας.
Το να υποστηρίξει κανείς ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούν με βάση στοιχειώδεις αρχές ενός αποτελεσματικού μάνατζμεντ, ίσως να έπειθε ορισμένους, άλλους πάλι όχι (ακόμα-ακόμα η όποια «πεποίθηση» τελικώς να συναρτάται και από την ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση του «κρίνοντος»).
Το να υποστηρίξει κανείς ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν λειτουργούν αποτελεσματικά διότι ακριβώς είναι δημόσιες, θα έπειθε ίσως κάποιους, όχι όμως .........
κάποιους άλλους. Το θέμα αυτό, που έχει αναχθεί σε σημείο μείζονος διαφοράς μεταξύ συγκεκριμένων πολιτικών παρατάξεων στη χώρα μας, τουλάχιστον καθ’ ό τρόπο προβάλλονται τα όποια επιχειρήματα (σχεδόν δογματικά), έχει έντονα αποπροσανατολιστικό χαρακτήρα, που πάντως δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε.
Το να υποστηρίξει τέλος κανείς ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν λειτουργούν αποτελεσματικά -η πρόταση δεν τίθεται στη λογική του «γενικού αναθέματος»- διότι τελικώς οι πολιτικές παρεμβάσεις στο έργο τους είναι δεδομένες και αυτονόητες, τουλάχιστον για τα καθ’ ημάς, ίσως σ’ αυτό να συμφωνούσαμε όλοι.
Δοθέντος ότι η έννοια της «πολιτικής παρέμβασης» είναι πολυσχιδής, το άρθρο αυτό περιορίζει την αναφορά του σ’ εκείνες τις πολιτικές παρεμβάσεις που αφορούν στα της στελέχωσης των δημοσίων επιχειρήσεων και στο βαθμό που οι παρεμβάσεις αυτές έχουν να κάνουν με την προώθηση μετριοτήτων -με βάση τα υπηρεσιακά κριτήρια- και όχι ικανών. Δεν θα επιχειρήσουμε να ποσοτικοποιήσουμε το πλήθος αυτών των «στελεχών». Εκτιμώ ότι αριθμητικά συνιστούν τη μειοψηφία (πρόκειται για μια εντελώς προσωπική άποψη). Το πρόβλημα όμως μ’ αυτούς δεν είναι ο αριθμός τους, αλλά η ευρεία εξουσία που έχουν στα της λειτουργίας των επιχειρήσεων που ανήκουν.
Οι πολιτικές παρεμβάσεις στη χώρα μας στο τομέα αυτό, δεν έχουν συγκυριακό χαρακτήρα, αντιθέτως, το περιεχόμενό τους είναι έντονα ιστορικό και έχει να κάνει με την ίδια τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος, που εδράζεται στην πελατειακή δομή. Υπό την έννοια αυτή, δεν ασκείται εδώ κριτική της παρούσας κυβέρνησης, αλλά της ίδιας της λογικής του πολιτικού μας συστήματος -ως προς το θέμα που εδώ μας απασχολεί-. Μπορούμε συνεπώς, ακολουθώντας τον Κώστα Σημίτη, να μιλάμε -γενικεύοντας, αφού πράγματι η αναφορά του γίνεται σε σχέση με τα συνδικάτα- για «ανταλλάγματα επί θυσία άλλοτε των κριτηρίων αξιοκρατίας και άλλοτε των κριτηρίων χρηστής διοίκησης» (Κώστας Σημίτης : ό΄π., σελ. 92).
Κύριο χαρακτηριστικό των παρεμβάσεων αυτών, είναι ότι δεν περιορίζονται στην έκταση εκείνη που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «λογική», π.χ., στην τοποθέτηση ενός Διοικητή ή ενός Προέδρου, αλλά εκδηλώνονται σε τέτοιο βάθος και πλάτος, που στην ουσία επιβάλλουν ένα πλαίσιο λειτουργίας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη στελέχωση, που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη για τη Διοίκηση της όποιας δημόσιας επιχείρησης και με βάση την οποία θα πρέπει να «πετύχει» στην αποστολή της. Επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Δ. Παπούλιας : «Η παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας είναι μεγάλων διαστάσεων. Στην πράξη ολόκληρος ο Δημόσιος Τομέας είναι στην υπηρεσία της πολιτικής εξουσίας για κομματικούς, εκλογικούς, ψηφοθηρικούς και μικροπολιτικούς λόγους… Έτσι η προσοχή των Διοικήσεων είναι μόνιμα στραμμένη προς την πολιτική εξουσία και όχι προς την αγορά και τους πελάτες» (Δημ. Παπούλιας : Ο Δημόσιος Τομέας σε Κρίση, εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1991, σελ. 52).
Τέτοιας όμως έκτασης παρεμβάσεις, πέραν του ότι είναι ανεπίτρεπτες δεοντολογικά (ενίοτε οι Διοικήσεις σύρονται στην κυριολεξία σε καταστρατηγήσεις υφισταμένων διαδικασιών τοποθετήσεων στελεχών, όταν, όχι σπάνια, υποχρεώνονται να δημιουργούν θέσεις στελεχών, όχι διότι αυτό επιχειρησιακά επιβάλλεται, αλλά μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν -ή απαλλαγούν από τους πιέζοντας-) είναι και με καθαρά επιχειρησιακά κριτήρια παράλογες. Δηλαδή η -όποια- Διοίκηση, που υποτίθεται ότι έχει την τελική ευθύνη για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία της επιχείρησής της, όχι μόνο δεν είναι ελεύθερη να κάνει τις δικές της επιλογές σ’ αυτό το θέμα, αλλά αντίθετα, υποχρεούται να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του εσωτερικού και εξωτερικού της περιβάλλοντος, συνεπικουρούμενη από στελέχη όχι αναδειχθέντα στην αρένα της εργασίας, αλλά κατασκευασθέντα στους διαδρόμους των κομματικών τους παρατάξεων.
Δεν προτίθεμαι εδώ να ασχοληθώ με τα «αντεπιχειρήματα». Έτσι για παράδειγμα δεν ενδιαφέρει η επίκληση «φωτεινών» εξαιρέσεων, που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Δεν ενδιαφέρει ακόμη η «παγία» προσεπίκληση αμαρτωλών παρελθόντων. Πρόκειται για επιχείρημα που υποβαθμίζει τη νοημοσύνη εκείνων που το επικαλούνται και εκείνων που το ακούν. Δεν ενδιαφέρει ακόμα-ακόμα το επιχείρημα της αποκατάστασης «αδικιών», όταν αυτό, συχνά αναφέρεται και πολύ περισσότερο ασκείται επιλεκτικά, δημιουργώντας άλλου είδους και άλλης μορφής αδικίες.
Αντί να αναλωθούμε σε τέτοιου είδους διαξιφισμούς, ας δούμε τι πρέπει να γίνει. Κι εδώ δεν χρειάζονται πολλά επιχειρήματα, ούτε «πορίσματα». Αυτό το οποίο χρειάζεται, άπαξ και μια Διοίκηση έχει ορισθεί σε μια δημόσια επιχείρηση, είναι να αφεθεί να ασκήσει τη διοίκηση στα πλαίσια των θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων της και να κριθεί από τα έργα της και όχι από το βαθμό ενδοτικότητάς της στις όποιες πιέσεις.
Προϋπόθεση όμως για να γίνει αυτό, είναι να της έχει δοθεί η αναγκαία εξουσία και ελευθερία άσκησης αυτής της διοίκησης -και το θέμα της στελέχωσης συνιστά έναν από τους πιο κρίσιμους προσδιοριστικούς παράγοντες για την επιτυχία της αποστολής της. Συστήματα οργάνωσης, στρατηγικές, πολιτικές κ.λπ. θα αποδειχτούν στο τέλος, όσο σωστά κι αν είναι, είτε αναποτελεσματικά είτε μικρής εμβέλειας, όταν οι άνθρωποι που θα κληθούν να τα υλοποιήσουν, στερούνται στοιχειωδών ουσιαστικών προσόντων. Αυτή όμως τη δυνατότητα επιλογής, θα πρέπει να την έχουν οι ίδιες οι Διοικήσεις και δεν χρειάζεται κανείς «απ’ έξω» να τις υποδείξει ποιος κάνει και ποιος δεν κάνει.
Είναι ανάγκη λοιπόν, να θέσουμε το δάκτυλο επί των τύπων των ήλων. Πάταξη της μετριοκρατίας και προστασία των Διοικήσεων των δημοσίων επιχειρήσεων από τις ποικίλες πιέσεις. Ίσως ν’ ακούγεται «περίεργα» το ότι οι Διοικήσεις χρειάζονται προστασία, αλλά όντως την χρειάζονται. Στο κάτω-κάτω, δεν νομίζω κάποιος να αναλαμβάνει τη διοίκηση μιας επιχείρησης και να μην φιλοδοξεί να αφήσει έργο πίσω του.
Θα μπορούσαμε ακόμα να αναφερθούμε και στις συνέπειες του φαινομένου της μετριοκρατίας, αλλά δεν είναι του παρόντος. Πολύ επιγραμματικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η κατάσταση αυτή ενεργεί ως αντικίνητρο για τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων, αφού η εξέλιξή τους την θεωρούν ότι συναρτάται από παράγοντες «εξωϋπηρεσιακούς», ενώ ακόμα θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί και στη διπλή οικονομική επιβάρυνση, μια δηλαδή στο επιχειρησιακό επίπεδο (επιβαρύνουν τα αποτελέσματα είτε μη προσφέροντας ανάλογη άμεση ή έμμεση ωφέλεια, είτε -όχι σπάνια- δημιουργώντας έμμεση -συνήθως ζημία-) και μια στο κοινωνικό επίπεδο, αφού η απουσία άμεσου ή έμμεσου οφέλους (ή, λέγοντάς το ανάποδα, η δημιουργία άμεσης ή έμμεσης ζημίας) θα επιρριφθεί ως τελικό έλλειμμα (που μπορεί να έχει και τη μορφή του «μη επαρκούς κέρδους») στον καταναλωτή που θα κληθεί να το καλύψει.
Για να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της μετριοκρατίας είναι ανάγκη να απευθυνθούμε στην ευαισθησία αυτών που συνιστούν το στήριγμά της. Αν θέλουν, τουλάχιστον αυτό, να συνδεθεί το όνομά τους με κάτι το θετικό σ’ αυτό το τόπο, θα πρέπει βεβαίως να κάνουν πολλά, σε ό,τι δε αφορά το θέμα του άρθρου μας, να αναβαθμίσουν τις εκτιμήσεις τους για πρόσωπα και πράγματα. Ίσως ορισμένοι πουν «όμοιος ομοίω αεί πελάζει». Ας μην «εκτραχύνουμε» όμως αναίτια τη συζήτηση, αφού άλλωστε δεν έχουμε πολιτικό όφελος απ’ αυτή. Θα δεχθούμε εδώ μια μετριοπαθέστερη προσέγγιση. Ίσως οι άνθρωποι να υποθέτουν ότι η ικανότητα στον πολιτικό-κομματικό στίβο, αν πράγματι από εκεί προέρχεται η εκτίμησή τους για την κατηγορία αυτή των «στελεχών», δεν μπορεί παρά να σημαίνει και τη δυνατότητα ανταπόκρισής τους και σε άλλους χώρους δράσης, όπως ο χώρος των επιχειρήσεων. Λέγω λοιπόν, να μην το υποθέτουν και δεν χρειάζεται να διευκρινίσουμε το γιατί.
Η προσεπίκληση όμως της ευαισθησίας δεν είναι αρκετή. Δυστυχώς. Δυστυχώς, διότι, αν ήταν αρκετή, θα σήμαινε πολλά. Τουλάχιστον για μένα. Θα σηματοδοτούσε μιαν άλλη προοπτική και του πολιτικού λόγου και της πολιτικής βούλησης και της πολιτικής δράσης. Χρειάζεται και η νομοθετική κατοχύρωση της κατά τα ανωτέρω εκτεθείσης αναγκαίας ουσιαστικής -όχι τυπικής, κατοχύρωση τυπική υπάρχει- ανεξαρτησίας των Διοικήσεων των δημοσίων επιχειρήσεων στο έργο τους. Και σαν τέτοια προτείνω, αφ’ ής στιγμής ορισθεί μια Διοίκηση σε μια δημόσια επιχείρηση, να μην μπορεί να αλλαχθεί για όσο καιρό διαρκεί η θητεία της, παρά μόνον εάν συντρέχουν ορισμένες περιοριστικές προϋποθέσεις. Αυτές δεν είναι του παρόντος καταγραφούν, αλλά ως τέτοιες μπορούν να μνημονευθούν τα εγκλήματα περί την υπηρεσία, η μη επίτευξη του στρατηγικού της πλάνου, και ο ισόβιος αποκλεισμός των ούτως πως αποτυγχανόντων Διοικήσεων από την διοίκηση όλων των δημοσίων επιχειρήσεων. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτό το φαινόμενο σαν «διοικητική πτώχευση». Είναι ακόμα αναγκαία η δέσμευση των Διοικήσεων (τουλάχιστον του Προέδρου και του Γενικού Διευθυντή) να εξαντλούν τη θητεία τους, ώστε να αποφεύγεται το φαινόμενο της τοποθέτησης κομματικών στελεχών που «ξεμένουν» και προσωρινά τοποθετούνται σε μια δημόσια διοίκηση.
Η κατοχύρωση, με τους ενδεικτικούς περιορισμούς που μνημονεύσαμε ανωτέρω, της ουσιαστικής δυνατότητας άσκησης της αναγκαίας εξουσίας από πλευράς διοίκησης μιας δημόσιας επιχείρησης, είναι προφανές ότι αποκόπτει τον επιβλαβή επιχειρησιακά ομφάλιο λώρο επιχείρησης-πολιτικής εξουσίας (και περισσότερο βεβαίως επιχείρησης-κυβερνώντος κόμματος) και οι όποιες «δοσοληψίες» θα είναι αυτές που διαδικαστικά, νομοθετικά και καταστατικά προβλέπονται και στην έκταση που προβλέπονται. Μ’ αυτό λοιπόν το δεδομένο, είναι λογικό να δεχθεί κανείς, πως εφόσον η Διοίκηση αναμένεται να κριθεί αποκλειστικά από το έργο της, δεν έχει κανένα λόγο να μην λαμβάνει αποφάσεις με γνώμονα το συμφέρον και μόνο της επιχείρησης, αφού ούτως ή άλλως η θητεία της δεν θα εξασφαλίζεται παρά μονάχα σε συνάρτηση με τις ίδιες της τις επιδόσεις.
Ένα τέτοιο πλαίσιο δράσης, δεν θα δώσει λύσει μονάχα στο θέμα που απετέλεσε και το αντικείμενο του παρόντος άρθρου, αλλά και σε άλλα προβλήματα, που ενυπάρχουν εν είδει ενδημικών φαινομένων στις δημόσιες επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, δίνεται λύση και στο πρόβλημα, το σημαντικότατο πρόβλημα, της διάρκειας των Διοικήσεων. Το θέμα αυτό συνιστά πράγματι ένα αγκάθι που δεν κάνει άλλο από το να διογκώνει υφιστάμενα αποστήματα. Δεν είναι δυνατόν, μια Διοίκηση να αλλάζει συχνά σε μια -οποιαδήποτε- επιχείρηση. Το γεγονός αυτό σαν πράξη αναστατώνει όλες τις παραμέτρους λειτουργίας της. Στην πράξη σημαίνει νέες ανακατατάξεις διοικητικής και επιχειρησιακής φύσεως, νέα προγράμματα, νέες πολιτικές, κ.λπ. Η έννοια της σταθερότητας είναι ουσιώδης. Δεν είναι ακόμα δυνατόν μια Διοίκηση που τοποθετείται να μη γνωρίζει αν θα εξαντλήσει την θητεία της. Οι στρατηγικές αποφάσεις σε μια επιχείρηση απαιτούν χρόνο για να υλοποιηθούν. Και ο χρόνος αυτός πρέπει να διατίθεται.