
Ο Θεόφραστος (372 π.Χ. – περ. 287/5 π.Χ.) ήταν φιλόσοφος της αρχαιότητας. Θεωρείται συνεχιστής του έργου του Αριστοτέλη τον οποίο και διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Περιπατητικής σχολής.
ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΙΑ
Ἡ ἀναισχυντια ἠμπορεῖ νὰ ὁρισθῇ ὡς καταφρόνησις τῆς κοινῆς γνώμης χάριν αἰσχροῦ κέρδους . Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀναίσχυντος. Πρῶτον μὲν πηγαίνει νὰ δανεισθῇ χρήματα ἀπὸ ἄνθρωπον, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐπλήρωσε προηγούμενον χρέος του·— ἔπειτα, ἀφοῦ θυσιάσῃ εἰς τοὺς θεούς , αὐτὸς μὲν δειπνεῖ εἰς τὸ σπίτι ἄλλου, τὰ δὲ κρέατα ἁλατίζει καὶ τὰ ἀποθηκεύει·—(ἐνῷ δειπνεῖ εἰς ξένο σπίτι) προσκαλεῖ τὸν δοῦλον ποὺ τὸν συνοδεύει, παίρνει ἀπὸ τὴν τράπεζαν ψωμὶ καὶ κρέας, τὰ δίδει εἰς αὐτὸν καὶ λέγει, ἐνῷ τὸν ἀκοῦν ὅλοι “χόρτασε καλά, Τίβειε” — ὅταν ἀγοράζῃ κρέας, ἐνθυμίζει εἰς τὸν κρεοπώλην ἂν τοῦ ἐφάνη ποτὲ χρήσιμος εἰς τίποτε, καὶ ἀφοῦ σταθῇ κοντὰ εἰς τὴν ζυγαριὰν ρίπτει εἰς αὐτὴν πρὸ πάντων κρέας, ἂν δὲ αποτύχῃ, κανένα κόκκαλο διὰ τὸν ζωμόν· καὶ ἂν μὲν τὸ πάρῃ, ἔχει καλῶς, εἰ δὲ μή, ἁρπάζει ἀπὸ τὸ τραπέζι (τοῦ κρεοπώλου) κανένα ἐντεράκι καὶ φεύγει γελῶντας·— ὅταν ἀγοράσῃ διὰ τοὺς ξένους του εἰσιτήρια διὰ τὸ θέατρον, πηγαίνει καὶ ὁ ἴδιος χωρὶς νὰ πληρώσῃ , καὶ
τὴν ἑπομένην ὁδηγεῖ ἐκεῖ καὶ αὐτὰ τὰ τέκνα του μὲ τὸν παιδαγωγόν των·— ἂν κανεὶς ἀγοράσῃ φθηνὰ πράγματα καὶ τὰ φέρῃ εἰς τὸ σπίτι του, ζητεῖ νὰ δώση ἕνα μέρος καὶ εἰς αὐτόν— ὅταν ὑπάγῃ εἰς γείτονά του νὰ δανεισθῇ κριθάρι ἢ ἄχυρον, τὸν ἀναγκάζει νὰ τοῦ τὰ μεταφέρῃ εἰς τὸ σπίτι του· εἶναι δὲ ἱκανὸς καὶ μέσα εἰς δημόσιον λουτρὸν νὰ πλησιάσῃ τὰ
ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ