
Η έκθεση καταλήγει ότι “η άνοδος της τιμής της ενέργειας και των λιπασμάτων συνέβαλε σε ποσοστό 15% μόνον στην άνοδο των τιμών των τροφίμων, ενώ η συνεισφορά της ανάπτυξης των βιοκαυσίμων ανέρχεται σε ποσοστό 75%”. Τα συμπεράσματα της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν συμφωνούν με την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης Μπους, σύμφωνα με την οποία σημαντικός παράγοντας της ανόδου των τιμών των τροφίμων είναι η αύξηση της ζήτησης στην Κίνα και την Ινδία.
“Η ταχύτατη αύξηση των εισοδημάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν είχε ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης σιτηρών και δεν ήταν σημαντικός παράγοντας στην άνοδο των τιμών”, υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Παράλληλα, και οι περίοδοι ξηρασίας στην Αυστραλία δεν είχαν σημαντικό αντίκτυπο, σύμφωνα με την έκθεση. Τον πλέον σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές είχε η αυξανόμενη χρήση βιοκαυσίμων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
“Χωρίς την αύξηση της χρήσης βιοκαυσίμων, δεν θα είχαν μειωθεί σε τέτοιο βαθμό τα παγκόσμια αποθέματα σίτου και καλαμποκιού και η άνοδος των τιμών λόγω άλλων παραγόντων θα ήταν πιο περιορισμένη”, τονίζεται στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Οι συντάκτες της έκθεσης προσθέτουν ότι η μεγάλη ανάπτυξη των βιοκαυσίμων δημιούργησε στρεβλώσεις στην αγορά τροφίμων καθώς μέρος των σιτηρών κατευθύνθηκε προς τα βιοκαύσιμα αντί στα τρόφιμα και πυροδότησε κερδοσκοπικές κινήσεις στην αγορά σιτηρών.